ἀκκίζεται

ἀκκίζεται
ἀκκίζομαι
affect indifference
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακκίζομαι — ίστηκα, καμαρώνω, καμώνομαι, κάνω νάζια: Δεν την έκανε πια παρέα, γιατί είδε πως της άρεσε να ακκίζεται και να φλυαρεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”